κένωμα

κένωμα
τό
1) опорожнение, освобождение (посуды и т. п.); 2) очищение, освобождение (места, помещения); 3) сервировка (кушанья)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κένωμα" в других словарях:

  • κένωμα — empty space neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… …   Dictionary of Greek

  • κένωμα — το, ατος η πράξη του κενώνω, άδειασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κενωμάτων — κένωμα empty space neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώμασι — κένωμα empty space neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματα — κένωμα empty space neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματι — κένωμα empty space neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματος — κένωμα empty space neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένωμα — διακένωμα, το (Α) [κένωμα] κενό, κενός χώρος …   Dictionary of Greek

  • κενέωμα — κενέωμα, τὸ (Α) [κενώ] κένωμα («κενέωμα τάφου» κενοτάφιο επιγρ …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»